Τρίτη 24 Νοεμβρίου 2009

Τη νύχτα που έφυγε ο Μπούκοβι

Ο Μάρτον Μπούκοβι είναι ένας από εκείνους τους ανθρώπους που πέρασαν στην μυθολογία του Ολυμπιακού Πειραιώς. Δίπλα σε μυθικά ονόματα, όπως αυτό του κυρ Αχιλλέα του Γραμματικόπουλου, των Ανδριανόπουλων, του Νίκου του Γουλανδρή, των ποδοσφαιριστών θρύλων της δεκαετίας του '50 και τόσων άλλων. Είναι όμως ο πρώτος ξένος που κατέκτησε μια τέτοια θέση στη συλλογική μνήμη των ολυμπιακών. Η σπάνια ομάδα των ετών '66-'67 με δύο συνεχόμενα πρωταθλήματα είναι δικό του δημιούργημα. Φυσικό επακόλουθο της δουλειάς του και της ποδοσφαιρικής του ευφυΐας. Ο Μάρτον Μπούκοβι ανήκε στον στενό κύκλο των Μαγυάρων προπονητών που έχτισαν την παγκόσμια υπεροχή του ουγγρικού ποδοσφαίρου στα χρόνια του '50 και παρουσίασαν μια από τις πιο εντυπωσιακές εθνικές ομάδες όλων των εποχών.


Ευτύχησε βεβαίως να έχει στην διαθεσή του ποδοσφαιριστές όπως ο Χιντεγκούτι, ο Πούσκας, ο Σάντορ Κόσιτς, ο Τζίμπορ και οι υπόλοιποι μυθικοί εμπρηστές των ευρωπαϊκών γηπέδων και των ως τότε ποδοσφαιρικών βεβαιοτήτων. Αλλά και αυτή η φουρνιά ποδοσφαιριστών δικό του εν πολλοίς δημιούργημα ήταν καθώς οι ουγγρική προπονητική σχολή υπήρξε η πρώτη που έδωσε μεγάλη σημασία στις υποδομές και στις νεαρές ηλικίες.


Σε τεχνικό επίπεδο ο Μάρτον Μπούκοβι υπήρξε ένας από τους κύριους εισηγητές του επαναστατικού τότε 4-2-4 που άλλαζε τα δεδομένα του κλασικού WM. Αυτή τη δημιουργική ποδοσφαιρική αντίληψη και τις καινοτομίες του έφερε και στον Ολυμπιακό, όταν ήρθε στον Πειραιά για να κλείσει μια μεγάλη καριέρα που πρώτα ως ποδοσφαιριστή, στην πατρίδα του και στην Γαλλία και αργότερα ως προπονητή, στην Γιουγκοσλαβία, στην Ουγγαρία (στην θρυλική MTK και στην εθνική ομάδα) τον είχε καταστήσει πολυνίκη και πολυπρωταθλητή.


Η αποχώρηση του Μπούκοβι από τον Ολυμπιακό είναι ζήτημα κομβικό για το ελληνικό ποδόσφαιρο, για τον Ολυμπιακό, αλλά και συνολικά για την πρόσφατη ιστορία της Ελλάδας, καθώς συνέβη στη δίνη της ανόδου της χούντας των συνταγματαρχών στην εξουσία. Συνιστώ ανεπιφύλακτα για κάθε γαύρο την ανάγνωση του βιβλίου του εξαίρετου Θανάση Σκρουμπέλου (σε πρόλογο του Ηλία Μπαζίνα και με τη βοήθεια της έρευνας και του φωτογραφικού αρχείου του Χρήστου Πιπίνη). Είναι μια πολύ σοβαρή δουλειά που ανοίγει πόρτες στη γνώση μας για την εποχή και τις συνθήκες που απομάκρυναν τον αγαπημένο "πατέρα" του Ολυμπιακού από την ομάδα.



Μάλιστα θα δανειστώ εδώ τη συμβουλή του Γιώργου Κεντρωτή που καλεί όλους τους ολυμπιακούς όχι απλώς να διαβάσουν, αλλά να μελετήσουν αυτό το βιβλίο.

Νωρίτερα ο Διονύσης Χαριτόπουλος, στο μικρό του αφήγημα με τίτλο 'Τη Νύχτα που Έφυγε ο Μπούκοβι" , από την ομώνυμη συλλογή διηγημάτων (εκδόσεις Εξάντας) περιγράφει με μοναδικά αληθινό τρόπο την αγάπη του κόσμου για τον "πατέρα". Να πως:



…Ήτανε όλοι εκεί.



Οι αγαπημένοι από τα παλιά. Από την Αγία Σοφία και τα Μανιάτικα· τον Άγιο Δημήτρη, τα Ταμπούρια και την Υπαπαντή. Αδειάσανε τα καφενεία και τα σφαιριστήρια.



Από τη λέσχη του Σταύρου ήρθε ο έβδομος αδερφός του ο Λουκάς, που αργότερα σκοτώθηκε με το μηχανάκι, ο Μάνθος ο Τζαμπαμάγκας, το δεξί μπακ του ΠΟΑΔ, ο κουρέας ο Λοΐζος που ’παιζε τερματοφύλακας, ο Φιρλίγκος, ο Πιεράκος, ο Γκέλος, που πέρναγε παραμάνες στα μάγουλά του χωρίς να ματώνει, τ' αδέρφια οι Αράπηδες, ένας απ’ τους Κριελάκους, ο Πιέρος ο μποξέρ κι όσοι απ’ το τάγμα Τσιλιβαραίων βρέθηκαν εκεί.



Απ’ το καφενείο του Κοτέα ήρθε ο Βαρελάς, ο Θοδωρής που κυνηγάει τους πούστηδες, ο Στέλιος ο Υγρασίας, οι Γαργαλάκοι, ο Καραβάς, το σέντερ φορ της ΠΟΑΔ, ο Τσούτας, ο Δρακούλης ο αστυφύλακας χωρίς τη στολή, ο Μονέδας, ένας απ’ τους Μαριόληδες, ο Πηλάλης, ο Μπαμπάτσικος, ο Κατσίκας η Αλήτρα και όσοι απ’ το τάγμα των Τσιλιβαραίων ήτανε εκεί.



Απ’ των «Κυνηγών» ήρθε ο Τσοτσός που ταξιδεύει, ο Μαγουλάς, ο Μηνάς κι ο γαμπρός του, ο Σπίγγος, ο Μηνάς ο νταβατζής, οι Γεωργακαράκοι, ο Θοδωρής το Φάντασμα, ο Γιώργος ο Τσίου, που χάθηκε τζάμπα, ο Μαυροειδάκος, τα Δίδυμα κι όσοι απ το τάγμα των Τσιλιβαραίων ήτανε εκεί.



Ήρθανε απ’ του Τσέχα, του Μπαθρέλου και του Τσαπατσάρη… Ο Βαρίτης, οι Μελάδες, ο Πέτρος ο Κεφάλας, ο Μιχάλης, που τον κλάψανε όλα τα Μανιάτικα. Ήρθανε οι δυο χασάπηδες που κάνανε στην Κορέα, κάτι παιδιά απ’ την Αμφιάλη, που κατεβαίνανε για μπαρμπούτι, κι όσοι απ’ το τάγμα των Τσιλιβαραίων δεν είχανε σειρά για ύπνο.


Την άλλη μέρα έγραψε και το Φως τι έγινε εκεί :



Πως είχε σταματήσει η συγκοινωνία κάτω απ’ το ξενοδοχείο της Καστέλας, πως ανεμίζανε ασπροκόκκινες σημαίες και κασκόλ· ανάβανε στριμμένες εφημερίδες και κεριά, κι οι πιο μικροί, με δάκρυα στα μάτια, φωνάζανε :


− Πατέρα! Μη φεύγεις!



Πως, όταν βγήκε ο Μπούκοβι στο μπαλκόνι του ξενοδοχείου να τους ησυχάσει με τον Λάντος δίπλα του, δάκρυσε κι αυτός και έκανε και τους μεγάλους να χτυπιούνται :


− Πατέρα! Μη φεύγεις!… Πατέρα μη!… Μη φεύγεις! …



Έγραψε για τις φωτιές που ανάψανε μετά. Τους τσαμπουκάδες που γίνανε· το ξύλο που έπεσε στους γύρω δρόμους. Τις σπασμένες τζαμαρίες, το διαλυμένο καφενείο…


Έγραψε μερικά το Φως.



…Αλλά τι να καταλάβουνε αυτοί που γράφουνε!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου